- αγρονομείο(ν)
- το участок полевой охраны провинции; участок полевого надзора
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγρονομείο — το η περιφέρεια τού ειρηνοδικείου, που υπάγεται από πλευράς αγροτικής ασφάλειας στην αρμοδιότητα τού αγρονόμου. Παλαιότερα ονομαζόταν «αγρονομικό διαμέρισμα». Αργότερα μετονομάστηκε «αγρονομείο» (Αναγκαστικός Νόμος 1010/1937) … Dictionary of Greek
αγρονομείο — το η έδρα και η περιοχή δικαιοδοσίας του αγρονόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)